Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η ιτιά

См. также в других словарях:

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

  • ιτιά — η είδος δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλιξ — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 160 περίπου ήδη, από τα οποία φύονται στην Ελλάδα 10 περίπου, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salix < λατ. salix «ιτιά»] …   Dictionary of Greek

  • ФЕОФРАСТ —    • Theophrastus,          Θεόφραστος, перипатетик, родом из Эфеса на Лесбосе. Настоящее его имя Тиртам (Tyrtamus, Τύρταμος). Сначала он был учеником Платона, затем учеником и другом Аристотеля, который назначал его опекуном своего сына и… …   Реальный словарь классических древностей

  • CALLIMACHUS — I. CALLIMACHUS Archon Athenis, an. 4. Olymp. 107. II. CALLIMACHUS Atheniensis Dux praestantissimus, praeliô cum hostibus Persis commissô, quamplurimis hastilibus cum transfossus esset. et animam efflâsset, rectus sterit. Plut. in Paral. III.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ίτυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Πρόκνης και του Τηρέα. Σκοτώθηκε από τη μητέρα του και την αδελφή του, οι οποίες εκδικήθηκαν με αυτό τον τρόπο τον Τηρέα για τα αδικήματα που είχε διαπράξει εναντίον τους. Ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

  • γεωτροπισμός — Φαινόμενο χαρακτηριστικό για τα διάφορα όργανα των φυτών (ρίζα, βλαστό και φύλλα), η κατεύθυνση των οποίων κατά την αύξησή τους επηρεάζεται από το πεδίο της βαρύτητας. Από τη σύγκριση του γ. και του γεωτακτισμού προκύπτει ότι ο πρώτος δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • γυργαθός — γυργαθός, ο (Α) 1. αλιευτικό κοφίνι από ιτιά 2. ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τεχνικός όρος με καταληκτικό επίθημα θος (πρβλ. κάλαθος, ψίαθος«πλεξούδα από βούρλα»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ *ger «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» με παρέκταση σε g (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»